- χοιρικός
- χοιρ-ικός, ή, όν, late form for χοίρειος, condemned by EM775.33.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
χοιρικός — όν, ΜΑ [χοῑρος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον χοίρο, χοιρινός … Dictionary of Greek
χοιρικόν — χοιρικός masc acc sg χοιρικός neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χοίρος — (γουρούνι, sus scropha domesticus, Συς). Θηλαστικό της οικογένειας των συϊδών, της τάξης των αρτιοδάκτυλων. Πιθανόν οι διάφορες φυλές του προέρχονται από τον αγριόχοιρο, ο οποίος άρχισε να εξημερώνεται από την εποχή του λίθου (ο αγριόχοιρος είναι … Dictionary of Greek